- χαροκαμένος
- και χαροκαημένος, -η, -ο, Νβλ. χαροκαίομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καψόχαρος — ο χαροκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καψ (πρβλ. έ καψ α, αόρ. του καίω), με συνδετικό φωνήεν ο , + χάρος] … Dictionary of Greek
χαροκαίομαι — και χαροκαίγομαι Ν (συν. στην μτχ. παθ. παρακμ.) χαροκαμένος και χαροκαημένος, η, ο αυτός που έχει δοκιμαστεί από τον θάνατο αγαπημένων του προσώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρος + καί(γ)ομαι] … Dictionary of Greek
χαροκαίομαι — και χαροκαίγομαι χαροκάηκα, χαροκαμένος, η, ο, καίγομαι (μτφ.) από το Χάρο, χάνω αγαπητά μου πρόσωπα, μου τα παίρνει ο Χάρος: Δεν πρέπει ν αδικήσεις τη χαροκαμένη μάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)